ξεινήιον

ξεινήιον
ξεινήιον, τὸ (Α)
(ιων. και επικ. τ.)
1. δώρο που έδινε εκείνος που φιλοξενούσε στον φιλοξενούμενο του όταν έφευγε προς ανάμνηση τής φιλοξενίας («Ἀμφιδάμας δὲ Μόλῳ δῶκε ξεινήιον εἶναι», Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. τὰ ξεινήια
δώρα που αντάλλασσαν οι φιλοξενούμενοι προς ανάμνηση τής αμοιβαίας φιλοξενίας («οί δὲ και άλλήλοισι πόρον ξεινήια καλά», Ομ. Ιλ.)
3. οι τροφές που παρασκευάζονταν για τη φιλοξενία («ἦ μὲν δὴ νῶϊ ξεινήϊα πολλά φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων δεῡρ' ἱκόμεθ'», Ομ. Οδ.)
4. (γενικά) δώρο σε φίλο
5. μισθός, αμοιβή
6. (ειρωνικά) ανταπόδοση τού κακού που έχει γίνει εις βάρος κάποιου με κακό, το αντίποινο, η τιμωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεῖνος, ιων. τ. τού ξένος + κατάλ. -ήια, κατά το πρεσβήια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεινήιον — host s gift neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεινήια — ξεινήιον host s gift neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιήιον — οἰήϊον, τὸ (Α) (επικ. τ.) οἴαξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ «τιμόνι, πηδάλιο», τ. σχηματισμένος προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών κατά τα λαισήϊον, ξεινήϊον. Ο τ. απαντά στον Όμηρο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”